Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Τα ελληνικά είναι τραγούδι

Τα ελληνικά είναι τραγούδι

Του Διονύση Σαββόπουλου

Τα ελληνικά είναι τραγούδι, όχι απλώς και μόνον επειδή η εκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό· κι άλλες γλώσσες ηχούν όμορφα. Τα Ιταλικά π.χ. δεν υστερούν από αυτής της απόψεως. Κάθε γλώσσα έχει τον ήχο της. Όμως μόνον η ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι, επειδή μόνον η ελληνική γλώσσα έχει συνείδηση του εαυτού της ως τραγουδιού. Το αποτύπωμα αυτής της συνείδησης είναι οι τόνοι και τα πνεύματα των Αλεξανδρινών. (...)

Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμουν πάντοτε υπέρ των τόνων. Τους θεωρούσα διακοσμητικά στολίδια, κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν χρειάζονται πιά. Και καθώς δεν ήμουν ποτέ καλός στην ορθογραφία, το μονοτονικό με διευκόλυνε. Βέβαια, η γλώσσα χωρίς τόνους φάνταζε στα μάτια μου σαν σεληνιακό τοπίο, αλλά νόμιζα ότι αυτό ήταν μία προσωπική μου εντύπωση, θέμα συνήθειας. Ώσπου συνέβη το εξης: Είχα βρεθεί για ένα διάστημα ν΄ ακούω συστηματικά καινούρια ανέκδοτα τραγούδια, επωνύμων και ανωνύμων, για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας "Λύρα", προκειμένου αυτή να τα ηχογραφήσει ή να τα επιστρέψει στους συνθέτες. Είναι δύσκολο να απορρίπτεις και ακόμα δυσκολότερο να εξηγείς το γιατί. Όταν βέβαια το τραγούδι είναι τετριμμένο ή άτεχνο, η εξήγηση είναι εύκολη. Μου συνέβη, όμως, να δω τραγούδια, όπου οι στίχοι δεν ήταν άσχημοι και η μουσική δεν ήταν τυχαία, επιπλέον ταίριαζε θεματικά και με τους στίχους. Κι όμως, το τραγούδι δυνολικά δεν "κύλαγε", όπως λέμε (οπότε το επιστρέφαμε στον ενδιαφερόμενο με διάφορες ασάφειες και υπεκφυγές. Το πράγμα με απησχόλησε. Έφερνα στο μυαλό μου μεγάλες ωραίες επιτυχίες, παλιά τραγούδια (...) και τα συνέκρινα με αυτά που απέρριπτα, ώσπου μετά από μήνες διεπίστωσα κάτι πολύ απλό: Όταν μια μουσική μετατρέπει συστηματικά τις μακρές συλλαβές σε βραχείες ή όταν ανεβάζει την φωνή εκεί όπου υπάρχει απλώς μία περισπωμένη, ενώ την κατεβάζει συστηματικά εκεί όπου υπάρχει ψιλή οξεία, όταν δηλαδη η μουσική κινείται αντίθετα - προσέξτε, αντίθετα όχι στον ρυθμό του ποιήματος, αλλά αντίθετα στις αναλογίες τονισμού και αντίθετα στην ορθογραφία του - τότε όσο έξυπνη και να 'ναι, κάνει το τραγούδι δυσκίνητο και ασθματικό. Στα πετυχημένα τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, όταν γράφει κανείς πάνω σ' έναν ρυθμό ή σ' έναν μουσικό δρόμο, πρέπει να ακολουθήσει τα καλούπια τους, οπότε θα υπάρχουν σημεία όπου αυτή η πείρα που περιέγραψα, δεν τηρείται. Αυτό, όμως, θα συμβεί μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς. Και πάντα η βιασμένη λέξη θα τοποθετείται έτσι ώστε να προηγούνται και να έπονται επιτυχείς στιγμές, ώστε να μειώνεται η εντύπωση της ατασθαλίας, η οποία έτσι συνδυασμένει ωφελεί, διότι το τραγούδι αλλιώς θα ήταν μηχανικό. Κάτι τέυοιο δεν το είχα προσέξει. και ήτα η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι οι τόνοι και τα πνεύματα ίσως να μην ήταν διακοσμήσεις, ίσως να είχαν λόγο. (...)

Μέσα στο στούντιο είχα και δύο εκπλήξεις. Να η πρώτη: Προσπαθώντας να ακούσω την διαφορά οξείας και περισπωμένης, διάβασα την φράση: "Λυγά πάντα η γυναίκα". Το "πάντα" ακούγεται ψηλότερα από το "λυγά" που παίρνει περισπωμένη. "Λυγά πάντα η γυναίκα" ακούγεται, όμως, περιέργως ψηλότερα κι από το "γυναίκα", που όμως παίρνει οξεία. Γιατί άραγε; Τηλεφώνησα σ' έναν φίλο και έμαθα ότι η "γυναίκα" οφείλει να παιρνει περισπωμένη, διότι είναι της τρίτης κλίσεως, η οποία όμως καταργήθηκε, γι' αυτό πήρε οξεία η "γυναίκα". Να, λοιπόν, που από άλλο σημείο ορμώμενος, αναγκάστηκα να συμφωνήσω ότι κακώς καταργήθηκε η τρίτη κλίση, αφού στην φωνή μας εξακολουθεί να υπάρχει. "Λυγά πάντα η γυναίκα", λοιπόν, και παίρνει και περισπωμένη. Η δεύτερη έκπληξη: Έδωσα σ' έναν ανύποπτο νέο, που παρευρισκόταν στο στούντιο, να διαβάσει λίγες φράσεις. Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη ως επίθετο και ως επίρρημα, διότι είχα πάντα την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. Ακούστε τις φράσεις: "Ειν' ακριβός αυτός ο αναπτήρας. Ας μην είν' ωραίος, έχει την αξία του. ναι, ακριβώς αυτό ήθελα να πω". Ακουστικώς δεν παρατήρησα διαφορά. Έκοψα τις δύο λέξεις και τις κόλλησα την μία κατόπιν της άλλης. Ακούστε το! "Ακριβός... ακριβώς".

Ελάχιστη διαφορά στο αυτί. Ο ηχολήπτης μόνον επέμενε ότι το δεύτερο είναι κάπως πιό φαρδύ. Ας το ξανακούσουμε: "Ακριβός... ακριβώς". Ασήμαντη διαφορά.

Δεν είναι καταπληκτικό; Όταν το είδα, τα μηχανήματα του στούντιο μού φάνηκαν σαν όργανα του παραμυθιού. Ο παλμογράφος μού φάνηκε σαν μια σκαπάνη πού, κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας, ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, έστω μέσα σε χειμερία νάρκη, αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Τίποτε δεν χάθηκε. Όλα υπάρχουν. Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας. Ακούστε πώς ηχούν οι τονισμοί. Ακούστε τα μακρά. Ακούστε την λαϊκή τραγουδίστρια πώς αποδίδει το ωμέγα ή την ψιλή οξεία (...).

Δεν περιφρόνησα καμμιά άποψη και δεν κολάκευσα καμμία. Προσπάθησα να πω τρεις φορές τρεις αλήθειες.

Πρώτον: Τα ελληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. Γιατί να δούμε, λοιπόν, τα ελληνικά, πρακτικά;

Δεύτερον: Όποιος σταθεί αλαζονικά απέναντι στα ρεφρέν που τον ψυχαγώγησαν δια βίου, στρέφεται εναντίον της προσωπικής του ιστορίας και πίστης. Τα ίδια μπορεί να πάθει ένας λαός με την γλώσσα. Ιδίως αν η γλώσσα του είναι τα ελληνικά.

Τρίτον: Τα ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα ελληνικά. Απέναντι στα ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τί να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι τα μιλάμε, όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: